Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025 στις 20.00
Προβολή: kneecap
KNEECAP για αυτή τη Δευτέρα 17 Μάρτη Στις 8 στο στέκι μας Ιωάννου Σούτσου 62 στου Γκύζη προβάλουμε hip hop Ιρλανδική ταινία γλωσσικής αντίστασης στους Άγγλους ιμπεριαλιστές
Ως «αγία» ιρλανδική τριάδα της ραπ και προστάτες της ιρλανδικής γλώσσας, οι Kneecap αναλαμβάνουν χρέη λεκτικών «διωκτών» των Βρετανών, πρωταγωνιστώντας σε τούτο το docudrama για τη ζωή τους, υποδυόμενοι τους εαυτούς τους και απλά τα σπάνε.
Από την Βαρβάρα Κοντονή
Πολύ ξεχωριστή περίπτωση δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ αυτό του Ριτς Πέπιατ που υιοθετεί ρυθμό οπλοπολυβόλου τόσο μουσικά, όσο και σκηνοθετικά προκειμένου να αναδείξει την, επίσης ξεχωριστή, περίπτωση του αθυρόστομου τρίο των Kneecap, ενός ραπ σχήματος που φτύνει πολιτικές ρίμες και κοινωνικούς στίχους βγαλμένους απευθείας από την πολύπαθη ιστορία της Ιρλανδίας, με ύψιστο σκοπό τη διατήρηση της, κάποτε, απαγορευμένης ιρλανδικής γλώσσας, η οποία για την ιστορία, αναγνωρίστηκε πλήρως ως μια εκ των επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις το 2022.
Η υπόθεση ακολουθεί από κοντά τη ζωή των Μόγκλε Μπαπ και Μο Κάρα στο Μπέλφαστ, εκεί όπου μοιράζουν τον χρόνο τους σπρώχνοντας ναρκωτικά αγορασμένα από το dark web και γράφοντας σκόρπια θυμωμένα στιχάκια για το σεξ, τα τριπάκια, αλλά και την ιμπεριαλιστική Βρετανία και τα ιστορικά κατάλοιπα, ως απόνερα του μακροχρόνιου εθνο- εθνικιστικού σπαραγμού της Βόρειας Ιρλανδίας. Όταν ένα σημειωματάριο με στίχους πέσει στα χέρια του Τζέι Τζέι ο οποίος εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής (με τον DJ Provai να ερμηνεύει εδώ την πραγματική του on stage περσόνα) εκείνος θα αποφασίσει να δώσει ρυθμό στα γραπτά των δυο νεαρών, μπάζοντάς τους έτσι στο είδος της ραπ, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα από «μουσικά αυτιά» και τα τοιαύτα.
Τραβώντας το όνομά τους απευθείας από την τακτική που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς κατά τη διάρκεια των Ταραχών (The Troubles) στη Βόρεια Ιρλανδία τη δεκαετία του '70, κυρίως από μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA, αν και όχι μόνο) που τάσσονταν υπέρ της ένωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με την υπόλοιπη χώρα, ενάντια στους προτεστάντες που ήθελαν να παραμείνουν υπό βρετανική κυριαρχία, το «Kneecap» αποτελεί (και) εδώ σαν ιδεολογία πράξη καθαρά πολιτική. Με τον ίδιο τρόπο που τα πυροβολημένα γόνατα των αντιπάλων τους λειτουργούσαν ως τρανή απόδειξη για το σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκονταν, οι Kneecap χρησιμοποιούν το ραπ ως αφορμή για κοινωνική αφύπνιση, «πυροβολώντας» μουσικά τα κοινωνικοπολιτικά κατάλοιπα που ακόμα κρατούν καλά στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ως λάβαρο αυτής ακριβώς της επαναστατικής τους κινητοποίησης χρησιμοποιούνται και τα ιρλανδικά, με τον Πέπιατ να κατασκευάζει μια κωμωδία δραματικών τόνων, όπου πολύ εύστοχα όλη η δράση εκπορεύεται από την ίδια τη χρήση της γλώσσας, τόσο ως κοινωνού μηνύματος, όσο και ως μέσω παρεξηγήσεων που ωθεί την πλοκή, μπλέκοντας το ιρλανδικό παρελθόν με το παρόν, σε μια αντικομφορμιστική απόπειρα διεκδίκησης και επανάκτησης των οικογενειακών ριζών και της ταυτότητας.
Η σκηνοθεσία είναι αεικίνητη και θορυβώδης, με παραισθησιογόνες σεκάνς, claymation σκηνές, σπασίματα τέταρτου τοίχου και μια περιρρέουσα ενέργεια που δίνει στο όλο φιλμ έναν γκαζωμένο, μονταζιακό ρυθμό αντάξιου του σπιντάτου ραπ της πρωταγωνιστικής τριάδας, που τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά και σε επίπεδο ηθοποιίας.
Το φιλμ προσφέρει και ένα επαρκές σεναριακό υπόβαθρο για το στήσιμο και την εξέλιξη των χαρακτήρων, με τον Μόγκλε Μπαπ να προσπαθεί να συμβιβαστεί με τα πατρικά φαντάσματα του παρελθόντος που θέλουν τον πατέρα του Άρλο (ο Μάικλ Φασμπέντερ σε μια μικρή, αλλά σημαντικότατη παρουσία), πρώην μέλος του IRA, εξαφανισμένο εδώ και χρόνια και τον Μο Κάρα να παλεύει με τα αισθήματά του για μια νεαρή προτεστάντισσα. Παρά την περιορισμένη του συμμετοχή, δεν γίνεται να μην αναφέρουμε το γεγονός πως η ερμηνεία του Φασμπέντερ εδώ αντηχεί και έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, αυτόν στο «Hunger» του Στηβ ΜακΚουήν όπου υποδύθηκε τον Μπόμπι Σαντς, ηγετικό μέλος του IRA και μια εκ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών.
Το «Kneecap» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ένα πραγματικά απολαυστικό και ενίοτε συγκινητικό δείγμα σινεμά της εποχής του, με πολιτική ουσία, νεανική ορμή και διαβολεμένα καλό ραπ.