Τρίτη 17 Μαίου 2022 στις 16.00
Μικροφωνική συγκέντρωση ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία
από ΑΚόΝιτο, σύντροφα
Ημέρα/Ώρα: 17/05/2022 στις 16:00
Τοποθεσία: Αθήνα / Νομική
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΠΠΙ. ΝΑ ΜΠΛΟΚΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ. Το ζήτημα της ΟΠΠΙ έχει πολλές φορές προσεγγιστεί ως απλώς κατασταλτικό μέτρο. Έτσι η αντίδραση/ εναντίωση σε αυτή γίνεται αντιληπτή μέσα σε ένα πλαίσιο αντιμπατσικής στη καλύτερη αντικρατικής, ευθείας αντιπαράθεσης. Πολλές φορές μάλιστα, μπορεί να μετουσιωθεί σε συγκρουσιακές ονειρώξεις/ φαντασιώσεις όπου οι μπάτσοι έρχονται και εκδιώχνονται -είτε από το "επαναστατικό" εργατικό/ φοιτητικό υποκείμενο, είτε από τις κινηματικές μειοψηφίες.
Όμως ακόμα και σε αυτή τη περίπτωση η έκβαση θα κριθεί με βάση το ποιο μπόρεσε να καθορίσει το πεδίο δράσης, με βάση το ποιο μπόρεσε να διαμορφώσει το χώρο με τρόπο που αυτός να αντανακλά τα συμφέροντά του. Έτσι αυτό που κάποτε έμοιαζε με αποστειρωμένο καπιταλιστικό κάτεργο, έχει μπορέσει και μπορεί (δυνητικά) να μετασχηματιστεί σε κέντρο οχύρωσης και ζύμωσης τόσο της αντιβίας όσο και των περιεχομένων της. Όμως τα δίπολα (εξέγερση- κοινωνική ειρήνη) και οι καθαρές κατηγορίες που τα κατασκευάζουν δεν είναι παρά φετίχ του κεφαλαίου. Στη πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα ευρύ φάσμα που απλώνεται ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες με τρόπο όπου σχεδόν ποτέ, καμία δεν μπορεί να κυριαρχήσει απόλυτα επί της άλλης, καταργώντας θεωρητικά και πρακτικά την ίδια τους την διάταξη. Εκεί είναι μάλιστα που πρέπει να εντάξουμε την ΟΠΠΙ και το ρόλο που έχει να διαδραματίσει, σε εκείνο το ευρύ φάσμα που κινείται στα δυσδιάκριτα εκείνα όρια ανάμεσα σε κοινωνική ειρήνη και γενικευμένη ανταρσία, και την τάση της να επιβάλλει τη πρώτη μέσα στο χώρο. Ούτως ή άλλως σε καταστάσεις που έχουμε το ίδρυμα στα χέρια μας το κατασταλτικό της ρόλο δεν μπορεί παρά καταστατικά να τον παραχωρήσει στη ΓΑΔΑ και στα επιτελεία της αντιεξέγερσης. Η αόρατη και απλήρωτη εργασία που εκτελείται μέσα στα πανεπιστήμια, την οποία φυσικοποιεί ο κυρίαρχος λόγος, δεν είναι μόνο μια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής εργατικού δυναμικού.
Ο χρόνος εργασίας μέσα στα πανεπιστήμια είναι χρόνος αφιερωμένος στην οργάνωση και κυκλοφορία του κεφαλαίου αλλά και κοινωνικού ελέγχου των υποκειμένων εντός και εκτός του. Έτσι η πανεπιστημιακή αστυνομία μπορεί να ερμηνευτεί ως ένας μηχανισμός επίθεσης ή/και άμυνας του κράτους και παράλληλα ως ρυθμιστής του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσω του ελέγχου και της επιτήρησης. Πέρα από την άμεση καταστολή της «παραβατικότητας» και της πολιτικοποίησης εντός των πανεπιστημίων, στόχος της είναι να ισχυροποιήσει τον κοινωνικό έλεγχο που πραγματοποιείται μέσω της διασφάλισης της παραγωγής /συνέχισης της μισθωτής εργασίας. Η είσοδος των μπάτσων στις σχολές αποτελεί κομμάτι της συνεχιζόμενης εισβολής του κράτους και του κεφαλαίου σε όλες τις κοινωνικές πτυχές που αποσκοπεί στην μεταβολή των δημοσίων χωρών, την σταθεροποίηση των κοινωνικών σχέσεων και την εντατικοποίηση της εργασίας. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών θέλει την αποστείρωση των σχολών, την «κυριλοποίηση» τους ώστε να διαμορφωθεί ένα «ασφαλές και καθαρό» περιβάλλον, που θα προσελκύει επενδύσεις για το κεφάλαιο, ενώ θα αναδιοργανώνει ταυτόχρονα τις κοινωνικές σχέσεις. Πολλές φορές και παρότι η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση χρησιμοποιείται ευρέως, γίνεται θολό του τι είναι αυτό τελικά που αναδιαρθρώνεται. Είναι η εκπαιδευτική διαδικασία; είναι οι διοικητικές λειτουργίες; είναι οι οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων; Είναι όλα αυτά μαζί;
Για μας αυτό που αναδιαρθρώνεται είναι οι όροι της εκμετάλλευσής μας και μαζί με αυτό, όλα τα παραπάνω. Εκκινούμε από την αντίληψη ότι η ουσιοκρατία, οι μεγάλες αλήθειες και η φυσική τάξη των πραγμάτων είναι φετίχ του κράτους και της ακαδημίας. Εμείς επιλέγουμε να μιλάμε για τη φοίτηση ως εργασία, ως ιστορικό προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης των κοινωνικών (άλλα προτιμούν οικονομικών, παραγωγικών) σχέσεων. Στη περίοδο της πραγματικής υπαγωγής παράγεται η αντίφαση όπου: το προλεταριάτο έχοντας πρώτα προσδεθεί στο κεφάλαιο και έχοντας αναχθεί σε επίσημο συνομιλητή στη παραγωγική διαδικασία (μέσω των συνδικάτων και των επισήμων εργατικών φορέων), διαλύεται ως (εργατική) ταυτότητα αφού πρώτα έχουν διαλυθεί οι προσδοκίες του μέσα και από το κεφάλαιο (από την φτωχοποίηση, πανδημίες, πολέμους: δηλαδή τις επάλληλες, παράλληλες και διαδοχικές κρίσεις). Κατ' επέκταση η προλεταριακή συνθήκη βιώνεται ως η παραγωγή του ατόμου μέσα στη διαρκή ταλάντευση ανάμεσα α) στην εξατομικευμένη επιδίωξη της καπιταλιστικής του αναβάθμισης και β) ως διαρκές αναξιοποίητο ή υποτιμημένο κεφάλαιο. Στο πλαίσιο αυτής της αντίφασης παράγεται και η συνθήκη της φοίτησης ως εργασίας και της εργασίας ως συνεχής αυτο-εκπαίδευσης. Αυτή η παραγωγή προκύπτει μέσα από την λεγόμενη αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου όπου το πτυχίο θεωρείται πλέον το κατώτατο στάδιο των ανώτατων σπουδών ενώ το διδακτορικό ως μια ιδιότυπη μορφή μαθητείας. Σε αυτό το πλαίσιο οι διαχωρισμοί εντός του εργατικού υποκειμένου μέσα στις σχολές δε μπορεί να νοηθεί με όρους: αυτά που δουλεύουν και αυτά που προετοιμάζονται για την εργασία.
Αφού αυτή η διαφοροποίηση είναι θολή στη πράξη και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν για τη διαρκή ταξινόμηση και υποτιμημένη αξιολόγηση της εργασιακής δύναμης. Έτσι ενώ υπάρχουν διαφορές, η οργάνωση και η δράση πρέπει να είναι τέτοια που να τους καταργεί στη πράξη. Ακόμα, προτείνεται μια ανάγνωση της εργασίας που θα αναδεικνύει την σημασία της, πέρα από την οριοθέτησή της ως μια μορφή «οικονομικής εκμετάλλευσης». Προτείνεται, δηλαδή. μια προσέγγιση που βλέπει στην εργασία τον στόχο αύξησης τόσο της ισχύος του κράτους, όσο και της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, βλέποντας την εργασία ως ένα ακόμα μέσο κυριαρχίας, η οποία επιτυχγάνεται μέσω της κεφαλαιοποίησης όλων και περισσότερων πτυχών της ζωής, θέλουμε να αναδείξουμε παράλληλα δύο εξελίξεις πέρα από την παραδοσιακή εργατο-κεντρική θεώρηση. Πρώτον, μας δίνεται η δυνατότητα να αναλογιστούμε για τα αίτια της θόλωσης των ταξικών ταυτοτήτων και την παύση της δυνατότητας της εργατικής δύναμης/ τάξης να αποτελεί μια «καθαρή» δύναμη κοινωνικού μετασχηματισμού. Δεύτερον, αντιμετωπίζουμε τον χρόνο εργασίας ως χρόνο αφιερωμένο στην ισχυροποίηση και αναπαραγωγή του συστήματος, άρα αντιμετωπίζουμε την εργασία όχι σαν κάτι που εκτελείται 8 ώρες κάθε μέρα, αλλά που έχει διεισδύσει σε πολλές δραστηριότητες. Ένα παράδειγμα είναι ο «ελεύθερος χρόνος» που αναγιγνώσκεται ως εργασία -ως αύξηση του κοινωνικού κεφαλαίου- , όταν π.χ. εκτελείται (έστω με συνεχή βιντεάκια) για να συντηρηθεί μια περσόνα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μία περσόνα που προβάλλεται [και δυνητικά αυτοπειθαρχείται] μέσα στα καπιταλιστικά πρότυπα. Με άλλα λόγια, η ένταξη στην κοινωνία του θεάματος και ο κοινωνικός έλεγχος υλοποιούνται δια της εργασίας.
Παράλληλα, η εργασία δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί βάση συγκρότησης μιας συλλογικής ταυτότητας. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορούμε να προσεγγίσουμε τη τάξη ως διαδικασία που προκύπτει μέσα από τη φοίτηση και όχι ως ταυτότητα που φέρνει κάθε φοιτητό μαζί του στο πανεπιστημιακό χώρο. Αν οι τάξεις εντός του πανεπιστημιακού χώρου διαμορφώνονται έξω και πριν από την είσοδό τους σε αυτό, δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε για οργάνωση στις σχολές παραπάνω από ότι σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο. Όμως αυτό που συγκροτεί τη τάξη εντός του πανεπιστημίου και το κάνει να διαφοροποιείται από μία γειτονιά είναι ακριβώς η διαδικασία της φοίτησης ως μορφή εκμετάλλευσης: ως παραγωγή αξιών χρήσης και ανταλλακτικής αξίας.Εστιάζοντας στην φοίτηση ως μια διαφορετική ποιότητα από τις πολλές που μπορεί να πάρει η σχέση κεφάλαιο, δεν εννοούμε ότι όσα υπάγονται σε αυτό το καθεστώς την βιώνουν με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα: σε καθεστώς μισθωτής εργασίας υπάγονται και τα αφεντικά (διευθυντές, μάνατζερ, καριερίστες-ελεύθεροι επαγγελματίες), αλλά με βάση αυτό δεν υπερκαθορίζεται η μισθωτή εργασία ως μη σχέση εκμετάλλευσης. Το κεφάλαιο ως σχέση μπορεί να διαπερνάει με διαφορετικό τρόπο τα υποκείμενα, διαιωνίζοντας και δημιουργώντας τους διαχωρισμούς που συνεχίζουν να το αναπαράγουν και να το ισχυροποιούν. Έτσι, μιλώντας για τούς -από-τα-πριν ταξικούς διαχωρισμούς εντός τους φοιτητικού σώματος η συζήτηση στρέφεται στη ταυτότητα και τη κοινωνική και ταξική καταγωγή του κάθε ατόμου και είτε δεν λαμβάνεται υπόψη (αφού με αυτό το τρόπο οι ανατρεπτικοί κύκλοι θα έπρεπε πρώτα να ασχοληθούν με αυτούς τους διαχωρισμούς στο εσωτερικό τους) είτε χρησιμοποιείται ιδεολογικά και για να επισημάνει κάτι το οποίο όλα αναγνωρίζουν. Αντ' αυτού, εμείς βλέπουμε τους "ταξικούς διαχωρισμούς" ως αποτέλεσμα του ταξικού-κοινωνικού ανταγωνισμού ο οποίος προκύπτει ως διαδικασία από την αντιφατική τοποθέτηση του προλεταριάτου μέσα και απέναντι στο κεφάλαιο.
Με αυτήν την έννοια αντί να εστιάσουμε στα άτομα και τις ταυτότητες που μπορεί να φέρουν, προτείνουμε να δούμε την αντίφαση που βιώνει το σύνολο της τάξης εντός και εκτός του πανεπιστημίου: την έλλειψη προοπτικής μέσα στο κεφάλαιο αλλά και την ανάγκη για μεγαλύτερη πρόσδεση σε αυτό για την ικανοποίηση των αναγκών του. Έτσι βλέπουμε τα εργατικά συμφέροντα ως αποτέλεσμα του ταξικού ανταγωνισμού και όχι από τα πριν καθορισμένα, να έρχονται σε μια σύγκρουση μεταξύ τους τόσο σε διυποκειμενικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνουμε την κατάργηση τον διαχωρισμών του κεφαλαίου εντός της τάξης. Για αυτό καλούμε και στηρίζουμε την κλαδική απεργία που καλεί το σωματείο στην έρευνα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις 17 Μάη.
Μαθητά, φοιτητά, ερευνητά, μεταπτυχιακοί, διδακτόρ(ισ)ες. Ενάντια στους διαχωρισμούς του κεφαλαίου.