Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022 στις 19.00
Αντιπατριαρχικη συγκέντρωση μικροφωνικη
Το τελευταίο διάστημα έρχονται στην επιφάνεια καθημερινά καταγγελίες βιασμών, σεξιστικών επιθέσεων και γυναικοκτονιών, ενώ αμέτρητες είναι οι σεξιστικές, ομοφοβικές και τρανσφοβικές επιθέσεις που μένουν στην αφάνεια. Μετά τη δημοσίευση δεκάδων τέτοιων περιστατικών, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μιλούν για συνέπειες της πανδημίας ή για οικογενειακές τραγωδίες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βαφτίζουν τους κακοποιητές «τρελούς» αποπολιτικοποιώντας τις ενέργειες αυτές και εκφέροντας ρατσιστικό λόγο για τους ψυχικά νοσούντες, ενώ άλλοι αφήνουν να εννοηθεί πως οι ευθύνες βρίσκονται στο θύμα. Ως απάντηση το κράτος μιλά για αναβάθμιση των ποινών με μοναδικό σκοπό την αφομοίωση των έμφυλων αγώνων.
Σε κάθε νέα εμφάνιση δημόσιων καταγγελιών γίνονται συστηματικές κρατικές προσπάθειες εμφάνισης των σεξιστικών επιθέσεων ως ορισμένες εξαιρέσεις και άτυχες στιγμές ή χτίζεται μια εικόνα που άμεσα ή έμμεσα αποδίδει τις ευθύνες στο θύμα. Στο ίδιο πλαίσιο το κράτος επιδιώκει τη σύνδεση των κακοποιήσεων με τη συνθήκη της πανδημίας σε μια ακόμη προσπάθεια του να ψυχολογικοποιήσει τις έμφυλες κακοποιήσεις δίνοντας έμφαση στο άτομο και όχι στις κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο, η όλο και εντονότερη δημοσιοποίηση σεξιστικών και κακοποιητικών συμπεριφορών στην παρούσα συνθήκη δεν αποτελεί αποτέλεσμα μιας ιδιάζουσας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Οφείλεται στα κεκτημένα των έμφυλων αγώνων που αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια, χάρη στους οποίους τα έμφυλα ζητήματα γίνονται πλέον πιο ορατά.
Όταν η φρίκη μιας ενέργειας ξεπερνά κάθε κοινωνικό όριο, τότε ο κακοποιητής βαφτίζεται «τέρας» με μοναδικό σκοπό να του δοθούν χαρακτηριστικά τέτοια που να τον διαφοροποιούν από τους άνδρες της διπλανής πόρτας, από τους συγγενείς, τους πατεράδες, τους γιους και τους συζύγους μας, φροντίζοντας έτσι η ιστορία αυτή να μείνει ασύνδετη με μια σειρά καταπιέσεων που σε μια πατριαρχική, κρατική και καπιταλιστική κοινωνία ανεχόμαστε ήδη από τη γέννηση μας. Από τα σφυρίγματα στους δρόμους και τα σεξιστικά «αστειάκια» φίλων μέχρι τον φόβο μας να γυρίσουμε μόνες μας τη νύχτα αν δεν συνοδευόμαστε από κάποιον άντρα. Από την ντροπή για την εμφάνιση μας και την εσωτερίκευση του φόβου και της ενοχής ως την επιταγή της μητρότητας, (μύθος άμεσα συνδεδεμένος με τις ανάγκες συγκρότησης και διατήρησης του έθνους κράτους), μέχρι την παραμέληση των εαυτών μας για τη «φροντίδα της οικογένειας», όπως επιτάσσουν άλλωστε οι ανάγκες του κεφαλαίου. Από τις παρενοχλήσεις συγγενών, «φίλων», συναδέλφων και αφεντικών που έμειναν στην αφάνεια για τα μάτια του κόσμου ή για να μην χάσουμε τις δουλείες μας, μέχρι την σωματική κακοποίηση, τον βιασμό και τη γυναικοκτονία, η καθημερινότητα για τις θηλυκότητες είναι ένας διαρκής αγώνας επιβίωσης. Τη συνθήκη αυτή βιώνουν φυσικά σε πολλαπλό επίπεδο οι γυναίκες μετανάστριες έγκλειστες στις ελληνικές φυλακές, οι γυναίκες που εργάζονται σε καθεστώς επισφάλειας και μαύρης εργασίας, εκείνες που βιώνουν την εξαναγκαστική εκπόρνευση, εκείνες που βιάζονται και διαπομπεύονται.
Ακόμα δυσχερέστερη είναι η κατάσταση για τρανς και κουίρ υποκείμενα, για όσα ξεφεύγουν από τα ετεροκανονικά και δυαδικά πρότυπα. Αναγνωρίζοντας πως μέσα από την ύπαρξη τους, την αμφίεση και τη σεξουαλικότητα τους αμφισβητείται στην πράξη ο ίδιος ο θεσμός της οικογένειας, που αποτελεί το βασικό κύτταρο του έθνους, το ελληνικό κράτος επιλέγει συνειδητά να αφήσει στην αφάνεια τα υποκείμενα αυτά αποκλείοντας τα από βασικές δυνατότητες εργασίας και επιβίωσης. Ακόμα και όταν καταφέρουν να βρουν μια θέση εργασίας, αυτή αφορά κακοπληρωμένες δουλειές, στις οποίες φυσικά δεν έρχονται σε επαφή με τον κόσμο. Έτσι, το κράτος δίνει προτεραιότητα στη διαφύλαξη της κανονικότητας και της αναπαραγωγής του έθνους, αρνείται πεισματικά να αφήσει χώρο ορατότητας στη συγκεκριμένη κοινότητα. Φροντίζει δηλαδή να την απομονώσει από την υπόλοιπη παραγωγική κοινωνία, αναγκάζοντας τα άτομα αυτά να ζουν στο κοινωνικό περιθώριο αντιμετωπιζόμενα ρατσιστικά από την κοινωνία ως περισσευούμενα κατά παρόμοιο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι τοξικοεξαρτημένες, οι άστεγοι, οι παράνομοι μετανάστες. Στο πρόσωπο της κρατικής δολοφονίας του/της Ζακ/Zackie Oh οι καταπιέσεις αυτές διασταυρώθηκαν για άλλη μια φορά κάνοντας φανερό πως δεν μετράνε όλες οι ζωές το ίδιο.
Γνωρίζουμε καλά πως καμία θεσμική αναγνώριση δικαιωμάτων δεν μπορεί να ανατρέψει την υπάρχουσα συνθήκη. Η πατριαρχία όντας ένα σύστημα εξουσίας βαθιά ριζωμένο στην κοινωνία, άμεσα εξαρτημένο από τις ανάγκες κράτους και κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαλειφθεί μέσω του αστικού δικαστηρίου. Άλλωστε, η πατριαρχία αναπαράγεται σε θεσμικό και καθημερινό επίπεδο. Παρ' όλο που η κατοχύρωση ορισμένων δικαιωμάτων από πλευράς του κράτους βελτιώνει τη συνθήκη ζωής και εργασίας γυναικών και λοάτκι+ ατόμων, συγχρόνως, ενσωματώνει τις αντιστάσεις, αφού ικανοποιώντας ορισμένα αιτήματα δυσχεραίνει την έμπρακτη αμφισβήτηση της πατριαρχίας και του ρόλου του κράτους στην συγκρότηση της και προβάλλει τη νομική ισότητα έναντι της ουσιαστικής.
Ο μόνος δρόμος επιβίωσης για τις θηλυκότητες είναι το χτίσιμο σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοστήριξης και η αντισεξιστική βία ως μέσο υπεράσπισης των σωμάτων μας και των ζωών μας. Είναι η αναζήτηση του συλλογικού δρόμου διεκδίκησης όχι ατομικών δικαιωμάτων αλλά καλύτερων όρων ζωής, μιας ζωής απαλλαγμένης από κάθε μορφή εξουσίας και εκμετάλλευσης, για μια συνολική ελευθερία. Είναι εν τέλει, ο αντισεξιστικός, αντικρατικός και ταξικός αγώνας σε κάθε πεδίο της κοινωνικής μας ζωής.
Ενάντια σε πατριαρχία, κράτος και κεφάλαιο, μέχρι να ζήσουμε ελεύθερες.
Αναρχική Συλλογικότητα Ανάδραση