Κυριακή 18 Ιουλίου 2021 στις 19.00
Ανοιχτή συνέλευση ανακατάληψης στο λόφο Καστέλι
Οι «πολλαπλές μας πραγματικότητες»
Γράφει ο Samy, μέλος της ανοιχτής συνέλευσης
Οι «πολλαπλές μας πραγματικότητες», σχόλια για την ανοιχτή αυλή της πολυεθνικής εργατικής τάξης των Χανίων, την οποία αυλή - όλο και περισσότερα στρώματα της πόλης - αποκαλούν Rosa Nera, ένα όνομα που συνδέουν με μια σειρά από προσβάσεις ενάντια σε κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Η πρώτη εικόνα: Τρεις νεαρές Χανιώτισσες έχουν φέρει ένα τάβλι και παίζουν. Μία εξ αυτών φροντίζει τις φίλες της και φωτίζει το ταμπλό.
Η σκηνή αυτή, μια παράλληλη εικόνα από το βράδυ των διαπολιτισμικών, μουσικών και αναπαραστατικών, έργων των σχημάτων yar aman, μου υπενθύμισε αυθόρμητους τρόπους μέσα από τους οποίους οι συναντήσεις, το 'δημόσιο», τα συλλογικά βιώματα και οι αξίες της φιλίας πλάθονται εκεί που η «μνήμη και το παρόν αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα».
Στους χώρους, που δεν έχουν ακόμα καταληφθεί εντελώς από τις αμιγώς εμπορευματικές χρήσεις, οι άνθρωποι συνθέτουν πολύ πιο ελεύθερα την καθημερινότητα, τις αλληλεπιδράσεις και τα συναισθηματικά τους λεξιλόγια, όπως αυτοί τα φαντάζονται και πέρα από τους τρόπους που θα τους υποδείξουν οι κανόνες όσων εκμεταλλεύονται τον δημόσιο χώρο και την μισθωτή εργασία.
Το αντίθετο παράδειγμα: στην πιο «παραδοσιακή» πλατεία της παλιάς πόλης, την Σπλάντζια, είναι σχεδόν αδύνατον για τα τρία κορίτσια να κάνουν κάτι ανάλογο χωρίς αντίτιμο, καθώς η πλατεία έχει πλήρως καταληφθεί από τραπεζοκαθίσματα, ενώ τα τελευταία παγκάκια έχουν ξηλωθεί πριν ένα μήνα περίπου από την δημοτική αρχή των αφεντικών.
Οι σκέψεις αυτές, με την εικόνα των κοριτσιών, συνδέθηκαν στο μυαλό μου - άμεσα αλλά και αυθαίρετα - με την ανάμνηση ενός σχολιασμού του παλιού φίλου Στέλιου Κυμιωνή (από όπου και οι φράσεις με τα εισαγωγικά), γύρω από την ταινία «Επί Κολωνώ» (1983), του Λευτέρη Ξανθόπουλου, όπως και μέσα από μια διαφορετική εικόνα από την συγκεκριμένη ταινία, με το τάβλι στα αρχαία, εικόνα που εντάσσεται και αυτή σε μία αυθεντική και ποιητική απεικόνιση της συνοικίας και τις χρήσεις που φαντάζονταν οι κάτοικοι της.
Έρχονται επίσης, αυτές οι σκέψεις, ως αναζήτηση μιας άλλης διάστασης των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων, όπου ξεπερνιέται η προβληματική σχέση και οι εντάσεις της αρχαιολογίας (ως γνωστικό αντικείμενο, εννοείται) με το τουριστικό προϊόν, όπως και οι χρήσεις των μνημείων ως μούμιες της αστικής τάξης.
Της αναζήτησης, δηλαδή, νέων τρόπων όπου η σκαπάνη και η έρευνα της ιστορίας του ανθρώπου διασφαλίζεται και συναρθρώνεται πολεοδομικά με την αυθόρμητη ζωή και με τις ανάγκες της εργατικής τάξης, με την ανασύσταση της ρευστής και απρόβλεπτης ψυχογεωγραφίας των πόλεων, με τις κατακτήσεις των κινημάτων για την ανατίμηση της ανθρώπινης εργασίας ή, ακόμα περισσότερο, με κινήσεις χειραφέτησης για το ξεπέρασμα του πολιτισμού της θυσίας και της μισθωτής εργασίας.