Κυριακή 25 Απριλίου 2021 στις 18.00
Συγκέντρωση & εκδήλωση-συζήτηση ενάντια στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο
ΤΟ ΝΕΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑΝ ΑΚΟΜΗ ΚΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣΕΠΕΛΑΣΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Mεσούσης της πανδημίας, με εκατοντάδες ανθρώπους να έχουν χάσει τη ζωή τους λόγω των επιπλοκών του κορωνοϊού και με χιλιάδες άλλους να έχουν απολέσει τη δουλειά τους και να δυσκολεύονται να επιβιώσουν, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει προς ψήφιση τα νέα νομοσχέδια για τα εργασιακά, το ασφαλιστικό και τη συνδικαλιστική δράση. Πρόκειται για αναδιαρθρώσεις μέσω των οποίων εντείνεται η επίθεση του κράτους ενάντια στην κοινωνική βάση, με μοναδικό γνώμονα την προάσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Στόχος είναι να μετατραπεί όλη η εργασιακή συνθήκη και πραγματικότητα σε μια απέραντη «ειδική οικονομική ζώνη», στην οποία η εκμετάλλευση των εργατών από την εργοδοσία θα είναι άτεγκτη, καθώς η φθηνή εργατική δύναμη θα υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο, την ίδια στιγμή που επιχειρείται ο ολοκληρωτικός έλεγχος των συνδικάτων, προκειμένου να μην υπάρχει περιθώριο αντίστασης και διεκδίκησης στον εργασιακό χώρο.
Ωστόσο, η νέα αυτή αντεργατική επίθεση από την κυριαρχία δεν προκύπτει απ΄ το πουθενά. Μετά από μια δεκαετία, βίαιης επιβολής καπιταλιστικών πολιτικών, με τα μνημόνια και τη συνολική επίθεση πάνω στην κοινωνία, -που συνεχίστηκε και στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (νόμος Αχτσιόγλου)-, με την παρούσα κυβέρνηση βιώνουμε την επίθεση σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής πραγματικότητας (αναβάθμιση της κρατικής βίας και της καταστολής, απαγόρευση διαδηλώσεων, ύπαρξη Αστυνομίας στα πανεπιστήμια, κ.ο.κ). Επί της ουσίας λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με μια πρωτόγνωρη κατάσταση, όσο με τη θεσμοθέτηση υπαρκτών αντεργατικών, αντισυνδικαλιστικών και αντιασφαλιστικών μεθοδεύσεων και πρακτικών.
Πιο συγκεκριμένα, το παρόν νομοσχέδιο προβλέπει πως στην περίπτωση απεργίας, σε μια σειρά από επιχειρήσεις σημαντικές για το κοινωνικό σύνολο -δηλαδή σε χώρους εργασίας σημαντικούς για το κεφάλαιο- όπως το Δημόσιο, τις πρώην ΔΕΚΟ, τα λιμάνια και τους ΟΤΑ, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις οφείλουν να λειτουργούν με προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, τουλάχιστον 40% επί του αριθμού των εκάστοτε εργαζομένων. Με άλλα λόγια, πρέπει να δουλεύουν σε κάθε περίπτωση οι μισές εργάτριες, προκειμένου να μη διασαλεύεται η ομαλή καπιταλιστική λειτουργία ακόμα, και σε ημέρα απεργίας.
Παράλληλα, προβλέπεται χτύπημα του 8ωρου και αύξηση του ωραρίου εργασίας ως και 10 ώρες. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για το ξεζούμισμα των εργατών από τα αφεντικά είναι βασική αρμοδιότητα του κράτους και των δομών του. Στην παρούσα συγκυρία, η συγκεκριμένη διακυβέρνηση επιχειρεί να λύσει τα χέρια της εργοδοσίας εξαλείφοντας την προϋπόθεση της συμφωνίας του εργοδότη και του συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των εργατών για την εφαρμογή της «διευθέτησης». Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις θα μπορούν να απασχολούν εργάτες έως 10 ώρες ημερησίως κατά μέγιστο, χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Με άλλα λόγια, η εργάσιμη μέρα θα επιμηκύνεται κάθε φορά που θα έχει ανάγκη η εργοδοσία, χωρίς κανένα κόστος για την ίδια. Η μόνη υποχρέωσή της θα είναι να εξοφλεί τις πρόσθετες ώρες δουλειάς εντός του ίδιου 6μήνου, με αντίστοιχη μείωση ωρών, χορήγηση ημερών άδειας ή ρεπό, σαν να μπορούν δήθεν οι εργάτες να συνέρχονται από το ξεζούμισμα στη δουλειά σε βάθος 6μήνου και όχι 24ώρου. Ιδίως σε διάφορους εποχικούς χώρους εργασίας, οι πρόσθετες ώρες δουλειάς σε πολλές περιπτώσεις δεν αμείβονται ως υπερωρίες αλλά «ισοφαρίζονται» με ρεπό και μειωμένο ωράριο τους μήνες και τις μέρες της μειωμένης κίνησης. Τέλος, προβλέπεται διεύρυνση της εργασίας τις Κυριακές, καταργώντας ένα ακόμα θεμελιώδες εργατικό κοινωνικό κεκτημένο. Το αποτέλεσμα είναι να βαθαίνει η εκμετάλλευση της εργασίας μας, οι εργάτριες να ξεζουμίζονται για μήνες, να φθείρουν την σωματική και ψυχική τους υγεία, ζώντας πραγματικά μονάχα για να δουλεύουν. Ως εκ τούτου, η μισθωτή σκλαβιά, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας αλλοτριώνει.
Και όλα αυτά συντελούνται σε ένα περιβάλλον τεράστιας ανεργίας και μαύρης εργασίας, εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης, τρομοκρατίας και απολύσεων, με τους εργάτες να εκβιάζονται καθημερινά για την επιβίωση. Το νέο νομοσχέδιο που συνοδεύεται από τη ρητορική της «υπεράσπισης» της εργασίας και του εκσυγχρονισμού της αγοράς της, στην πραγματικότητα νομιμοποιεί την ελαστικότητα και την εξατομικευμένη επιβίωση, αφαιρώντας ακόμη περισσότερο από τις εργάτριες τα όποια θεσμικά μέσα έχουν, για να αντιπαρατεθούν στα αφεντικά. Ακόμη και για τη λεγόμενη μαύρη εργασία καθίσταται συνυπεύθυνος και μάλιστα διώκεται και ο εργάτης, σε μια χυδαία αντιστροφή των ρόλων στην καπιταλιστική πραγματικότητα. Η εκβιαζόμενη, το εκμεταλλευόμενο άτομο, καθίστανται υπεύθυνα για την πιο βάρβαρη μορφή του εκβιασμού που τους ασκείται. Με χρόνια κατακρεουργημένη τη διαιτησία και με τις παρούσες διατάξεις που αλαφρώνουν τα χέρια των αφεντικών από οποιαδήποτε στοιχειώδη υποχρέωση ενημέρωσης και ειδοποίησης των εργατών σε περίπτωση απόλυσης, με τις επιθεωρήσεις εργασίας να αποτελούν τραγέλαφο, αυτό που εξυφαίνεται είναι μια κατάσταση εργατικού μεσαίωνα.
Χαρακτηριστικά, η διαμεσολάβηση εργατικών διαφορών και ο ρόλος των Επιθεωρήσεων Εργασίας διαλύονται ως σύστημα. Αντί της ενίσχυσης του ΣΕΠΕ, μεταφέρονται αρμοδιότητες στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) όπου και θα προσλαμβάνονται στελέχη αορίστου χρόνου, προφανώς της αρεσκείας των αφεντικών. Στο κομμάτι των απολύσεων, οι εργαζόμενες, στις οποίες έχει ανακοινωθεί προειδοποίηση απόλυσης, αποπέμπονται από τον εργασιακό χώρο, ακόμη κι αν μετά τη -βάσει ισχύοντος νόμου- προειδοποίηση απόλυσης, αυτές έχουν δικαίωμα να προσέρχονται επί μήνες στην εργασία τους μέχρι τη λήξη της καταγγελθείσας σύμβασης εργασίας. Και τέλος, στην ίδια την προειδοποίηση απόλυσης, τα προβλεπόμενα αποτελούν το λιγότερο ύβρη και χλευασμό στα χρόνια κόπου και οξύνουν κατακόρυφα την αγωνία που επιφέρει η ανεργία και το μετά της απόλυσης, αφού το μέγιστο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για την ενημέρωση περί απόλυσης είναι 4 μήνες. Όλα αυτά μας οδηγούν, εμάς τα από τα κάτω, να βρισκόμαστε μόνα στο ταραγμένο πέλαγο, χωρίς ούτε τα μέχρι πρότινος ισχύοντα ένδικα και θεσμικά μέσα και με τους καπιταλιστές και το κράτος να καμώνονται πως όλα αυτά γίνονται, για να έχουμε περισσότερες ευκαιρίες. Οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν και το κλουβί που μας φυλακίζουν, όπως όμως και το σχοινί που θα τους κρεμάσουμε, όπως λέει και το παλιό ρητό.
Και για να βρουν ακόμη μεγαλύτερο έδαφος τα παραπάνω, θεσμοθετείται το στήσιμο και η υποστήριξη απεργοσπαστικών μηχανισμών και αντιδραστικών/αντεργατικών τακτικών και συμπεριφορών, καθώς το νομοσχέδιο απαγορεύει τις καταλήψεις χώρων και εισόδων, αναφερόμενο και στην άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας σε περιπτώσεις απεργίας. Αν λάβουν χώρα τέτοιες συμπεριφορές, προβλέπεται η απεργία να καθίσταται παράνομη και οι παραπάνω πράξεις ποινικώς κολάσιμες. Ποινικοποιείται δηλαδή πλέον η περιφρούρηση των απεργιών και θεσμοθετείται επίσημα η καταστολή τους. Εν ολίγοις, οι απεργίες και οι καταλήψεις εργασιακών χώρων έχουν τεθεί στο στόχαστρο της εργοδοσίας και του κράτους, καθώς πρακτικά σταματούν την παραγωγή και ζημιώνουν τα αφεντικά.
Επιπρόσθετα, το νέο νομοσχέδιο στρέφεται ενάντια στις γενικές συνελεύσεις των συνδικάτων, καθώς δίνει τη δυνατότητα για τη συμμετοχή σε αυτές και τη λήψη αποφάσεων για τις απεργίες με ηλεκτρονικό τρόπο. Πατώντας πάνω στη διάταξη Αχτσιόγλου για απαρτία του 50%+1 του εκάστοτε σωματείου στις Γενικές Συνελεύσεις, προκειμένου να είναι νόμιμη μια απεργία, στην ουσία το νέο νομοσχέδιο επιχειρεί να καταργήσει στην πράξη τη δυνατότητα ζωντανής συμμετοχής, ενημέρωσης στις συλλογικές διαδικασίες των σωματείων. Πρώτης τάξεως ευκαιρία για την εργοδοσία να «στήνει» ηλεκτρονικές συνελεύσεις -ελεγχόμενες ως προς την αξιοπιστία τους- και να αξιοποιεί τη μη συμμετοχή στις δράσεις του σωματείου προς όφελος της.
Ταυτόχρονα, η επίθεση ενάντια στα σωματεία συνεχίζεται με το επιχειρούμενο φακέλωμα των μελών τους. Διατάξεις του νομοσχεδίου, προβλέπουν πως προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικού δικαιώματος είναι η απογραφή στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο, ενώ το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης αναγνωρίζεται μονάχα στα σωματεία που έχουν εγγραφεί στα νομοθετημένα ψηφιακά Μητρώα. Συνδικαλιστές λοιπόν και οργανώσεις εργατριών επιχειρείται να φακελωθούν, προκειμένου να ελέγχονται από το κράτος και την εργοδοσία.
Σε ό,τι αφορά τώρα στις αναδιαρθρώσεις του ασφαλιστικού, το κράτος προωθεί την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, ξεκινώντας από τις επικουρικές, προκειμένου να απαλλαγεί από το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να εξασφαλίσει δεκάδες δισεκατομμύρια για το κεφάλαιο, ώστε να τζογάρουν τα αφεντικά τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων. Επί της ουσίας, μέσω του νέου Επικουρικού Ταμείου, το οποίο προβλέπεται να δημιουργηθεί από το 2022 και την εισαγωγή σε αυτό της λεγόμενης «κεφαλαιοποίησης», οι αγορές και τα χρηματιστήρια θα είναι αυτά που θα καθορίζουν αν και ποια σύνταξη θα παίρνουν τα νέα ασφαλισμένα άτομα, τα οποία θα καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε «επενδυτικά πακέτα», με διαφορετικό «επίπεδο ρίσκου» χωρίς όμως καμία απολύτως εγγύηση για τη σύνταξή τους.
Από όλα αυτά γίνεται φανερό πως το χαλάρωμα του lock-down και η λεγόμενη επανεκκίνηση της οικονομίας, θα συνοδευτεί από την επίθεση κράτους και κεφαλαίου στην βάση της κοινωνίας, με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα, δηλαδή στη μετακίνηση των καπιταλιστικών προβλημάτων, λόγω της πανδημίας, στις πλάτες των από τα κάτω της, όλων όσοι βρίσκονται στα κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, λοιπόν, εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια αναδιάρθρωσης των δομών του ελληνικού καπιταλισμού, προκειμένου να ολοκληρωθεί η νεοφιλελεύθερη επίθεση ακόμα και σε κείνα τα κομμάτια των εργασιακών σχέσεων, στα οποία δεν το είχε μέχρι στιγμής κάνει. Αυτό εκφράζεται επί της παρούσης μέσα από το «εθνικό σχέδιο ανάκαμψης» που παρουσίασε η κυβέρνηση, με τα μέτρα του σχεδίου αυτού να είναι αυτά ακριβώς που επιθυμούν κεφάλαιο και ΕΕ, με ακόμη φτηνότερη εργατική δύναμη, γενίκευση των νέων μορφών εκμετάλλευσης και της ευελιξίας. Στο δε επίπεδο της θεσμοθέτησης της ποινικοποίησης/καταστολής των απεργιών αλλά και των δυσχερειών που δημιουργεί το νομοσχέδιο αυτό στη λειτουργία των σωματείων, είναι ξεκάθαρο πως κράτος και κεφάλαιο επιθυμούν να τσακίσουν τις συλλογικές αντιστάσεις στους χώρους εργασίας, προκειμένου οι εργάτες να αισθάνονται ανήμποροι να αντισταθούν με συλλογικούς όρους και έτσι να εξυπηρετηθούν πιο εύκολα τα συμφέροντα της κυριαρχίας.
Πρέπει, επομένως, να είμαστε έτοιμες για την εντατικοποίηση της κρατικής και εργοδοτικής βίας, την οποία ούτως ή άλλως βιώνουμε καθημερινά στο πετσί μας. Άλλωστε, ο πρόσφατος νόμος για την ποινικοποίηση των διαδηλώσεων - είτε έχοντας ως πρόσχημα τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού είτε όχι -, οι δικαστικές αποφάσεις και η ταξικής φύσης επιβολή των προστίμων σε χιλιάδες ανθρώπους της τάξης μας, οι εργοδοτικές απειλές καθώς και οι διώξεις ή απολύσεις εργαζομένων (όπως αυτές διάφορων αγωνιζόμενων υγειονομικών και γιατρών), αποτελούν μέτρα κοινωνικής πειθάρχησης και υποταγής της κοινωνικής πλειοψηφίας στις επιταγές του κράτους και του κεφαλαίου καθώς και μια προσπάθεια επιβολής της σιγής νεκροταφείου σε μια κοινωνία χειμαζόμενη τόσο από την πανδημία όσο και από την ταξική διαχείριση της από τον κρατικό μηχανισμό.
Όλα αυτά τα αντικοινωνικά μέτρα, η ολομέτωπη επίθεση που δεχόμαστε, δεν αποτελούν έργο αποκλειστικά και μόνο της παρούσας κυβέρνησης και ούτε πρόκειται να ανακοπούν από την όποια επόμενη. Σε μια περίοδο παγκόσμιας παρατεταμένης κρίσης, εντεινόμενης από την πανδημία, το κεφάλαιο επιχειρεί να μπει και πάλι σε κερδοφόρα τροχιά, πατώντας στην πλάτη μιας κοινωνίας υποταγμένης και ελεγχόμενης.
Όλοι εμείς που παράγουμε τον κοινωνικό πλούτο, οι εργάτριες, οι ντόπιοι και οι μετανάστριες, τα άνεργα άτομα, δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από καμιά κυβέρνηση, από καμιά συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Πρέπει να οργανωθούμε, και με συλλογικούς, αδιαμεσολάβητους κι οργανωμένους στη βάση κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, να αντισταθούμε σε κάθε πεδίο της κοινωνικής μας ζωής, σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε γειτονιά, στα σχολεία και στις σχολές. Μόνο οι δικές μας και από τα κάτω αντιστάσεις, η αυτοοργάνωση στους χώρους δουλειάς, σε ταξικές δομές με χαρακτηριστικά αντιιεραρχικά, αντικαπιταλιστικά, οριζόντια και αντιθεσμικά, μπορούν να μας προστατεύσουν από την ολομέτωπη επίθεση κράτους - κεφαλαίου και να σφυρηλατήσουν ειλικρινείς σχέσεις ταξικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας ανάμεσά μας, μέχρι την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς.
*Σε ένα κόσμο πατριαρχικό, που οι έμφυλες διακρίσεις και διαχωρισμοί αγγίζουν και επηρεάζουν καθοριστικά κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής, δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε πως κάτι τέτοιο αφορά και στις εργασιακές σχέσεις. Εμείς ως άτομα που αγωνιζόμαστε για τον μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, ως άτομα που στεκόμαστε στην πλευρά των από τα κάτω, των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων, θεωρούμε πως ο αγώνας ενάντια στην εξουσία πρέπει να είναι συνολικός, ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης και επιβολής.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν τις έμφυλες διακρίσεις ως ένα ακόμα κομμάτι της προσπάθειας της κυριαρχίας να καταστρατηγήσει τα σώματα και τα μυαλά μας, προς όφελος της, κατανοώντας παράλληλα πως η γλώσσα παράγει την κυρίαρχη ιδεολογία αλλά και αντίστροφα ο τρόπος που εκφραζόμαστε έχει τη δύναμη να αποτυπώσει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, επιλέγουμε, μέσα στον ευρύτερο αγώνα καταστροφής αυτών των σχέσεων υποταγής, να εναλλάσσουμε στα κείμενα μας τα γένη, αναφερόμενα εναλλάξ σε ουδέτερα, αρσενικά και θηλυκά.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΙ, ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΜΑΧΗΤΙΚΗ, ΑΝΤΙΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΓΩΝΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΡΙΩΝ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΣΚΑΒΙΑΣ
ΤΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Μικροφωνική-συγκέντρωση από τις 18:00 & ενημερωτική εκδήλωση-συζήτηση από τις 19:30 ενάντια στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο στην Κατάληψη Παραρτήματος στην Πάτρα την Κυριακή 25 Απρίλη
Προλέτ-acciόn:
Ταξική δράση για την αντεπίθεση στον κόσμο των αφεντικών
και την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς