Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020 στις 21.30
Προβολή της ταινίας "LES GARCONS SAUVAGES"
του Μπερτράν Μαντικό
Tο αταξινόμητο, τολμηρό, ποιητικό ντεμπούτο του Γάλλου Μπερτράν Μαντικό. Ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, αλλά και μια από τις πιο ρηξικέλευθες (αισθητικά και πολιτικά) κινηματογραφικές προτάσεις των τελευταίων χρόνων.
Γράφεται πολύ συχνά για διάφορες πρώτες σκηνοθετικές δουλειές ότι είναι πολλά υποσχόμενα ή και θεαματικά ακόμα ντεμπούτα, που δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον, καμία όμως ταινία της πρόσφατης μνήμης δεν έφερε τόσο σαρωτικά στο προσκήνιο έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη όσο τα «Aγρια Αγόρια» του Γάλλου Μπερτράν Μαντικό, ένα αισθητικό και πανσεξουαλικό παραλήρημα που κατέκτησε δικαίως την περίοπτη πρώτη θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς των ακριβοθώρητων Cahiers du Cinema κι αποτελoύσε μέχρι σήμερα ένα καλά κρυμμένο μυστικό για την ελληνική διανομή, το οποίο κέρδισε (επιτέλους) δικαιωματικά την …αποκάλυψη.
Κι αν ο Μαντικό είχε δείξει τα πρώτα (αισθητικά και θεματολογικά) δείγματα γραφής με μια πλειάδα μικρού μήκους ταινιών, στις οποίες μια πανσπερμία διακειμενικών queer αναφορών κι ένα αταξινόμητο gender fluidity συνέθεταν ένα ολότελα προσωπικό και πρωτότυπο καλλιτεχνικό όραμα, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ο Γάλλος σκηνοθέτης πηγαίνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα, κηρύσσοντας μια (κινηματογραφικά τουλάχιστον) πολυπόθητη σεξουαλική επανάσταση. Κι όπως κάθε ταινία που (συ)στήνει ab ovo ένα ακραιφνώς ιδιοσυγκρασιακό κινηματογραφικό σύμπαν, τα «Άγρια Αγόρια» απαιτούν τη βύθιση του θεατή σ' αυτά χωρίς στεγανά και προκαταλήψεις.
Μετά από μια ονειρική in medias res εισαγωγή στην οποία σε ένα τροπικό νησί ένα ερμαφρόδιτο αγόρι με ένα γυναικείο στήθος δέχεται την επίθεση από έναν σκύλο με ανθρώπινο πρόσωπο (όσοι δεν έχουν σταματήσει την ανάγνωση σ' αυτό το σημείο πρέπει να ξέρουν ότι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα ακολουθούν), η ταινία μας μεταφέρει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όπου τα «Άγρια Αγόρια» του τίτλου είναι μια ομάδα έφηβων αγοριών, γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών και συμμαθητές σε ιδιωτικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια μιας αυτοσχέδιας παράστασης του «Μάκβεθ» για τη φιλόλογο τους, οι νεαροί, φορώντας προσωπεία, που παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία, καταλαμβάνονται από μια ένθεη και διονυσιακή μανία, η οποία μετουσιώνεται στη μορφή ενός κρυστάλλινου κρανίου με το όνομα Τρέβορ, και αφού βιάσουν την καθηγήτρια τους τη σκοτώνουν.
Στη δίκη στην οποία ο δικαστής παρουσιάζεται σαν υπερμεγέθης τιμωρός και οι φύλακες είναι ημίγυμνες ερμαφρόδιτες φιγούρες, οι νεαροί κρίνονται ένοχοι και η τιμωρία τους δεν είναι η φυλάκιση, αλλά ο σωφρονισμός επέρχεται με ένα ταξίδι με αρχηγό έναν Ολλανδό καπετάνιο, μια εντελώς butch μορφή βγαλμένη από το Tom Of Finland, o οποίος αναλαμβάνει να φέρνει στον ίσιο δρόμο παραβατικά αγόρια. Ταΐζοντας τους ένα εξωτικό φρούτο που παραπέμπει σε τριχωτό ακτινίδιο (κι ευνόητα σε κάτι πολύ πιο πονηρό), ο καπετάνιος σκληραγωγεί τους νεαρούς στη διάρκεια του ταξιδιού, και τους υποβάλλει σε καταναγκαστικές εργασίες, ενώ τους δένει στο καράβι για να ασκεί απόλυτο σωματικό έλεγχο πάνω τους. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί και μια σαδομαζοχιστικά ερωτική ατμόσφαιρα, δείχνοντάς τους μεταξύ άλλων, και το εξωπραγματικά υπερμέγεθες πέος του.
Ο προορισμός του ταξιδιού είναι ένα τροπικό νησί στη μέση του πουθενά, στο οποία βασιλεύει μια οργιαστική και τελείως sui generis χλωρίδα, με φαλλόμορφα φυτά που (στην κυριολεξία) εκσπερματώνουν τους χορταστικούς χυμούς τους. Σ' αυτόν τον ερωτικό Παράδεισο, οι νεαροί θα γνωρίσουν κοσμογονικές αλλαγές, όχι μόνο στην κοσμοθεωρία τους, αλλά και στο ίδιο τους το σώμα. Κι ενώ θα αποκαλυφθεί ότι ακόμα και ο ίδιος ο Καπετάνιος βρίσκεται στα μισά της σωματικής αλλαγής με ένα γυναικείο στήθος στο στέρνο του, τα αγόρια θα αποβάλλουν τα γεννητικά τους όργανα και θα γίνουν σταδιακά κορίτσια, υπό την επίβλεψη της επιστήμονα Σεβερίν (μοναδικά και στα όρια του camp ερμηνευμένης από την καλτ θεότητα του πάλαι ποτέ ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου Ελίνα Λόβενσον), της μοναδικής κατοίκου του νησιού, η οποία ανακάλυψε πρώτη ως άντρας της μαγικές ιδιότητες του μέρους και χρησιμοποιεί τα τέως «άγρια αγόρια» ως τους πρώτους πολεμιστές της σεξουαλικής της επανάστασης, η οποία μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει.
Κι αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά fucked up, υπάρχει μια ακόμα μικρή λεπτομέρεια που αλλάζει τα πάντα και απογειώνει ακόμα περισσότερο το εγχείρημα του Μαντικό. Τα αγόρια του τίτλου ενσαρκώνονται από γυναίκες ηθοποιούς, κάτι που για τον παρατηρητικό θεατή γίνεται βέβαια αμέσως αντιληπτό, ακόμα όμως και για όσους δεν το παίρνουν αμέσως χαμπάρι και το αποκαλύπτουν στη συνέχεια αυτής της φρενήρους διαδρομής, μπλέκει ακόμα περισσότερο τα όρια ανάμεσα στα φύλα και προσθέτει ακόμα περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης σ' αυτή την ήδη φιλόδοξη απόπειρα κατάρριψης οποιουδήποτε στερεότυπου αναφορικά με την αναπαράσταση των έμφυλων ταυτοτήτων στο κινηματογραφικό μέσο.
Ο Μαντικό στήνει από την αρχή ένα εξωπραγματικά τεχνητό σύμπαν, μέσα στην πανηδονιστική ατμόσφαιρα του οποίου η έννοια του φύλου δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα που αποδομείται κι επανασυντίθεται διαρκώς. Θυμίζοντας τον διάσημο στίχο των Blur από το Girls and Boys για τα κορίτσια που είναι αγόρια και ούτω καθεξής, η ταινία παίζει διαρκώς με τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες (ακόμα και τα ταμπού) του θεατή, δημιουργώντας έναν περιρρέοντα ερωτισμό που (κυριολεκτικά) στάζει καύλα σχεδόν σε κάθε πλάνο, χωρίς όμως ποτέ να εκπίπτει στην πορνογραφία. Αντίθετα η πρόκληση είναι βαθύτερη κι εγκεφαλική, διατηρεί όμως τη σωματικότητα κι εκείνη την απαραίτητη παιγνιώδη και σκανδαλιστική ελαφρότητα που καθιστούν το εγχείρημα του Γάλλου σκηνοθέτη όχι απλώς ένα νοητικό κι αισθητικό πείραμα, αλλά μια ολοκληρωμένη κι ε(ρε)θιστική εμπειρία.
Φυσικά οι αναφορές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο έργο του Μαντικό είναι άπειρες, ο τρόπος όμως που αυτές συντίθενται σε ένα προσωπικό και ξεχωριστό τελικό αποτέλεσμα είναι αυτός που κάνει τη διαφορά. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε μερικές για να φανεί το εύρος του διακειμενικού οράματος του Γάλλου σκηνοθέτη: η εισαγωγή, αλλά και όλη η ειρωνική αντιμετώπιση απέναντι στις έννοιες της παραβατικότητας και του σωφρονισμού παραπέμπουν στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο αχαλίνωτος ερωτισμός και η προκλητική διάθεση κατάρριψης των ταμπού και των απαγορεύσεων στον περιορισμένο χώρο ενός νησιού στο «Γκοτό, το Νησί του Έρωτα» του Βαλέριαν Μπορόβτζικ, η δημιουργία μιας εξαρχής τεχνητής κι επίπλαστης ατμόσφαιρας στις δημιουργίες του Γκάι Μάντιν, αλλά και στα σεξουαλικά φορτισμένα μελοδράματα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ενώ ο ίδιος ο Μαντικό ευχαριστεί στους τίτλους τέλους τον Ιούλιο Βερν (!) και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Και πραγματικά η ταινία αυτή θα μπορούσε να είναι το παιδί της αγάπης αυτών των τόσο διαφορετικών κι ετερόκλιτων συγγραφέων.
Γυρισμένο σε ένα εξωπραγματικά γυαλιστερό ασπρόμαυρο, οι αποχρώσεις του οποίου μοιάζουν να έχουν εμποτιστεί με glitter, και με σποραδικές εκρήξεις χρώματος, στις οποίες ο σκηνοθέτης μαζί με τη σταθερή διευθύντρια φωτογραφίας του Πασκάλ Γκρανέλ φορτώνουν το κάδρο με φίλτρα συνθέτοντας μια αλλόκοτα απόκοσμη κι αισθαντική ατμόσφαιρα, τα «Άγρια Αγόρια» του Μπερτράν Μαντικό δεν είναι μόνο ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, αλλά και μια από τις πιο ρηξικέλευθες (αισθητικά και πολιτικά) κινηματογραφικές προτάσεις των τελευταίων χρόνων, μια ταινία που τολμά να προκαλέσει αντιδράσεις και συζητήσεις, όχι μόνο για τον αυτοσκοπό της πρόκλησης. Κι αυτό είναι επιτακτικά αναγκαίο σε μια εποχή που η πολιτική ορθότητα τείνει να μετατραπεί σε έναν νέο συντηρητισμό.