Πέμπτη 19 Μαίου 2011 στις 21.00
Προβολή: Πεθαίνοντας στα 30
Eτσι κι αλλιώς είναι άσχημο να πεθαίνεις. Πόσο μάλλον στα 30. Για τον Ρομάν Γκουπίλ, γάλλο σκηνοθέτη και πολιτικό ακτιβιστή, το άσχημο γεγονός, της αυτοκτονίας του φίλου και συναγωνιστή του Μισέλ Ρεκανατί, στις 23 Μαρτίου του 1978, στάθηκε η αφορμή για να υλοποιήσει αυτή του την ταινία το 1982, η οποία και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών, στη συνέχεια με το βραβείο Σεζάρ, ενώ προτάθηκε και για το Όσκαρ.
Την ταινία του αυτή ο Ρομάν Γκουπίλ την κατασκεύασε με πλάνα που είχε τραβήξει ο ίδιος, όντας 16 χρονών εκείνη την εποχή, πριν και μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968. Σκοπός του τότε, ήταν να γυρίσει μια επαναστατική ταινία που θα ονομαζόταν: «Από την Εξέγερση στην Επανάσταση», ταινία που τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Η ταινία του αυτή λοιπόν, «φόρος τιμής» στους αγωνιστές που φύγανε πρόωρα, χωρίζεται σε τρεις χρονικές περιόδους. Την πριν τον Μάη του '68, εκείνη κατά την διάρκεια των γεγονότων και την περίοδο του «μετά», που για την συγκεκριμένη ομάδα φτάνει μέχρι τα μέσα του 1973.
Συνδετικός κρίκος σ' αυτό το «αρθρωτό» σχήμα της ταινίας, η συνεχής ενασχόληση του σκηνοθέτη με την πολιτική, κυρίως στο οργανωτικό της μέρος, αλλά και η αγάπη του για τον κινηματογράφο. Μαζί με δύο πολύ καλούς του φίλους, γυρίζουν συνεχώς ταινιάκια για το κέφι τους. Με αυτά τα δύο όπλα, σε μια εποχή λίγο πριν από αυτή του επερχόμενου Μάη, που χαρακτηρίζεται ως ένα κλίμα «βαρύ, υποκριτικό, αρρωστημένο», ο Ρομάν Γκουπίλως δημιουργός αλλά και πρωταγωνιστής, καταφέρνει να αναδείξει την ζωντάνια μιας νέας εργατικής τάξης που αμφισβητεί τα βαριά, υποκριτικά, και αρρωστημένα πλαίσια μέσα στα οποία την έχουν στριμώξει. Αυτή άλλωστε η συνεχώς διογκούμενη αμφισβήτηση σε όλα τα πεδία και η πολιτική αναζήτηση, είναι που ωθούν στα ίδια τα γεγονότα του Μάη. Οι διαδηλώσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, είναι που οδηγούν τον Γκουπίλ και τον Ρεκανατί να συστηματοποιήσουν την πολιτική τους δράση μέσα στα σχολεία. Με αποτέλεσμα να γνωριστούν και να συνεχίσουν από κοινού την προσπάθειά τους για την δημιουργία επιτροπών. Από την υποστήριξη της αντίστασης του βιετναμέζικου λαού και άρα την καταδίκη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, έως την ανάλυση του πως λειτουργεί ο καπιταλισμός και φυσικά το ίδιο το, τότε γκωλικό, κράτος.
Kαταλήψεις
Η ανάγκη πολιτικής θεωρίας και πράξης και ποιες θα είναι αυτές. Εφημερίδα πόρτα - πόρτα ή όχι; Στάλιν, Μάο ή Λένιν, Τρότσκι και Ρόζα Λούξεμπουργκ; Και μετά οι ίδιες οι μέρες του Μάη. Οι μέρες όπου τα ίδια τα γεγονότα τρέχουν με τρελούς ρυθμούς. Γκουπίλ και Ρεκανατίτρέχουν σε εκατό συνελεύσεις σχολείων κάθε βδομάδα! Το πρώτο ζήτημα ήταν οι καταλήψεις. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία και οι γενικές συνελεύσεις στην ημερήσια διάταξη. Και τα πολιτικά ξεκαθαρίσματα επίσης. «Ήταν υπέροχο να περνάς από την θεωρία στην πράξη. Όλη αυτή η διαδικασία μας φαινόταν φυσική». Και τα ξεκαθαρίσματα επίσης: «22 Μαΐου. Η CGT δεν αφήνει τους φοιτητές να μπουν στην πορεία. Συναντάω έναν παλιό αγωνιστή από το Κ.Κ. Τον χαιρετάω, με χτυπάει».
Ακολουθεί λοιπόν το «μετά», που περιγράφει λίγο - πολύ τις πορείες που ακολουθήσανε ως μέλη της Κουμμουνιστικής Λίγκας μετά από τα γεγονότα του Μάη. Η νίκη είναι στους δρόμους ή στις κάλπες; Με απεργίες και καταλήψεις ή με εργατικές «στρατιές» απέναντι στον στρατό και την αστυνομία; Συλλογικός προσανατολισμός στην δράση, ή «επίλεκτες» ομάδες για επικίνδυνες αποστολές;
«14 Νοεμβρίου1969, 7:00 το πρωί. Πετύχαμε μια θεαματική ενέργεια. 50 αγωνιστές κάνουμε επίθεση στο προξενείο του Νοτίου Βιετνάμ. Η σημαία του Εθνικού Aπελευθερωτικού Μετώπου κυματίζει σε εχθρικό έδαφος. Είμαστε τόσο περήφανοι για την ενέργεια που η προκήρυξη που μοιράσαμε την επόμενη μέρα, μιλούσε κυρίως για το επίτευγμά μας κι ελάχιστα για το Βιετνάμ. Οι πρώτες μας μιλιταριστικές παρεκκλίσεις».
Μετά τις 21 Ιουνίου του 1973 και έπειτα από μια μεγάλη σύγκρουση με την αστυνομία στην προσπάθεια ακύρωσης ενός φασιστικού συνεδρίου στο Παρίσι με εκατό τραυματίες, κυρίως από την μεριά της αστυνομίας, απαγορεύεται η δράση της Κουμμουνιστικής Λίγκας, ενώ ο ΜισέλΡεκανατί φυλακίζεται. Ενώ αργότερα προσπαθεί να βρει τους «φυσιολογικούς» του ρυθμούς και σε επαγγελματικό και σε προσωπικό επίπεδο, σύμφωνα πάντα με τα νέα δεδομένα, η απουσία έντονης πολιτικής δράσης, ίδιας με εκείνης του Μάη του '68, τελικά βαίνει καθοριστική για την μετέπειτα επιλογή του να αυτοκτονήσει.
Η ταινία είναι ένα ασπρόμαυρο «ντοκιμαντέρ», αναντικατάστατο ως ντοκουμέντο, χωρίς αυτή του η αξία να επηρεάζεται, από την ιστορία των δύο συντρόφων που μας διηγείται και άσχετα με την κατάληξή τους.
Σαράντα χρόνια μετά, το υλικό που μας παρουσιάζεται στην ταινία, μας φαντάζει πολύ οικείο ακόμη και χωρίς οι περισσότεροι από εμάς να έχουμε ζήσει εκείνα τα γεγονότα. Ίσως γιατί ταυτιζόμαστε με κάποιες διαδικασίες που πιστεύουμε σωστές και ακολουθούμε και στην δική μας προσπάθεια σήμερα. Σίγουρα γιατί ταυτιζόμαστε με τα οράματα εκείνου του κόσμου που αγωνίστηκε τόσο πολύ, αλλά τότε δεν κατάφερε να νικήσει.